συνοφρυωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.no.fɾi.oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νο‐φρυ‐ω‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ο‐φρυ‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
συνοφρυωμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος συνοφρυώνομαι: που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος