Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνοφρυωμένος η συνοφρυωμένη το συνοφρυωμένο
      γενική του συνοφρυωμένου της συνοφρυωμένης του συνοφρυωμένου
    αιτιατική τον συνοφρυωμένο τη συνοφρυωμένη το συνοφρυωμένο
     κλητική συνοφρυωμένε συνοφρυωμένη συνοφρυωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνοφρυωμένοι οι συνοφρυωμένες τα συνοφρυωμένα
      γενική των συνοφρυωμένων των συνοφρυωμένων των συνοφρυωμένων
    αιτιατική τους συνοφρυωμένους τις συνοφρυωμένες τα συνοφρυωμένα
     κλητική συνοφρυωμένοι συνοφρυωμένες συνοφρυωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.no.fɾi.oˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νο‐φρυ‐ω‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ο‐φρυ‐ω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συνοφρυωμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία