Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προβληματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προβληματισμέν
ος
η
προβληματισμέν
η
το
προβληματισμέν
ο
γενική
του
προβληματισμέν
ου
της
προβληματισμέν
ης
του
προβληματισμέν
ου
αιτιατική
τον
προβληματισμέν
ο
την
προβληματισμέν
η
το
προβληματισμέν
ο
κλητική
προβληματισμέν
ε
προβληματισμέν
η
προβληματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προβληματισμέν
οι
οι
προβληματισμέν
ες
τα
προβληματισμέν
α
γενική
των
προβληματισμέν
ων
των
προβληματισμέν
ων
των
προβληματισμέν
ων
αιτιατική
τους
προβληματισμέν
ους
τις
προβληματισμέν
ες
τα
προβληματισμέν
α
κλητική
προβληματισμέν
οι
προβληματισμέν
ες
προβληματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προβληματισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προβληματίζω
,
προβληματίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
προβληματισμένος, -η, -ο
που
προβληματίζεται
ανήσυχος
,
σκεπτόμενος
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροβλημάτιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προβληματισμένος
αγγλικά
:
questioning
(en)
γαλλικά
:
préoccupé
(fr)