préoccupé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préoccupé | préoccupés |
θηλυκό | préoccupée | préoccupées |
Επίθετο επεξεργασία
préoccupé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préoccupé | préoccupés |
θηλυκό | préoccupée | préoccupées |
préoccupé (fr)