προβληματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβληματίζω < μεσαιωνική ελληνική προβληματίζομαι < αρχαία ελληνική πρόβλημα
Ρήμα
επεξεργασίαπροβληματίζω (παθητική φωνή: προβληματίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απροβλημάτιστα
- απροβλημάτιστος
- προβληματίζομαι
- προβληματιζόμενος
- προβληματίζων
- προβληματισμένος
- προβληματισμός
- → δείτε τις λέξεις πρόβλημα, προ και βάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προβληματίζω | προβλημάτιζα | θα προβληματίζω | να προβληματίζω | προβληματίζοντας | |
β' ενικ. | προβληματίζεις | προβλημάτιζες | θα προβληματίζεις | να προβληματίζεις | προβλημάτιζε | |
γ' ενικ. | προβληματίζει | προβλημάτιζε | θα προβληματίζει | να προβληματίζει | ||
α' πληθ. | προβληματίζουμε | προβληματίζαμε | θα προβληματίζουμε | να προβληματίζουμε | ||
β' πληθ. | προβληματίζετε | προβληματίζατε | θα προβληματίζετε | να προβληματίζετε | προβληματίζετε | |
γ' πληθ. | προβληματίζουν(ε) | προβλημάτιζαν προβληματίζαν(ε) |
θα προβληματίζουν(ε) | να προβληματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προβλημάτισα | θα προβληματίσω | να προβληματίσω | προβληματίσει | ||
β' ενικ. | προβλημάτισες | θα προβληματίσεις | να προβληματίσεις | προβλημάτισε | ||
γ' ενικ. | προβλημάτισε | θα προβληματίσει | να προβληματίσει | |||
α' πληθ. | προβληματίσαμε | θα προβληματίσουμε | να προβληματίσουμε | |||
β' πληθ. | προβληματίσατε | θα προβληματίσετε | να προβληματίσετε | προβληματίστε | ||
γ' πληθ. | προβλημάτισαν προβληματίσαν(ε) |
θα προβληματίσουν(ε) | να προβληματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προβληματίσει | είχα προβληματίσει | θα έχω προβληματίσει | να έχω προβληματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προβληματίσει | είχες προβληματίσει | θα έχεις προβληματίσει | να έχεις προβληματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προβληματίσει | είχε προβληματίσει | θα έχει προβληματίσει | να έχει προβληματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προβληματίσει | είχαμε προβληματίσει | θα έχουμε προβληματίσει | να έχουμε προβληματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προβληματίσει | είχατε προβληματίσει | θα έχετε προβληματίσει | να έχετε προβληματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προβληματίσει | είχαν προβληματίσει | θα έχουν προβληματίσει | να έχουν προβληματίσει |
|