• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

inquiéter

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Αντώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

inquiéter < λατινική inquietare

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.kje.te/
  (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

inquiéter (fr) (μεταβατικό)

  1. (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
    ≈ συνώνυμα: agiter, troubler
  2. προκαλώ διαρκώς κάποιον
    ≈ συνώνυμα: harceler
  3. (αθλητισμός) απειλώ
  4. ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον
    ≈ συνώνυμα: alarmer, angoisser, ennuyer, tourmenter, tracasser, travailler, troubler

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • apaiser
  • calmer
  • rassurer
  • tranquilliser

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • inquiet
  • inquiétant
  • inquiétude
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=inquiéter&oldid=5302712"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 04:18
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 04:18.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie