ennuyer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ennuyer < enuier < δημώδης λατινική inodiare
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαennuyer (fr)
- ενοχλώ, στενοχωρώ
- ≈ συνώνυμα: contrarier, déranger, gêner
- πειράζω, εκνευρίζω
- κάνω κάποιον να πλήττει