ennuyé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ennuyé < ennuyer
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ennuyé | ennuyés |
θηλυκό | ennuyée | ennuyées |
ennuyé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ennuyé | ennuyés |
θηλυκό | ennuyée | ennuyées |
ennuyé (fr)