Ετυμολογία

επεξεργασία
ennui < ennuyer

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ennui ennuis

ennui (fr) αρσενικό

  1. η πλήξη, η ανία
  2. η ενόχληση, ο μπελάς (λαϊκό)

Συγγενικά

επεξεργασία