Ετυμολογία

επεξεργασία
ennui < ennuyer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.nɥi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ennui ennuis

ennui (fr) αρσενικό

  1. η πλήξη, η ανία
  2. η ενόχληση, ο μπελάς (λαϊκό)

Συγγενικά

επεξεργασία