Ετυμολογία

επεξεργασία
ennuyeux < δημώδης λατινική inodiosus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.nɥi.jø/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ennuyeux ennuyeux
θηλυκό ennuyeuse ennuyeuses

ennuyeux (fr)

  1. μπελαλίδικος, ενοχλητικός
     συνώνυμα: agaçant, contrariant, désagréable, embêtant, ennuyant, fâcheux, gênant, inquiétant
     συνώνυμα: (οικείο) chiant, emmerdant, enquiquinant, gonflant, tannant
  2. που φέρνει κάποιον σε δύσκολη θέση, «δύσκολος»
    il s'est passé quelque chose de très ennuyeux - συνέβη κάτι «δύσκολο»
     συνώνυμα: embarrassant
  3. βαρετός, πληκτικός, ανιαρός
     συνώνυμα: accablant, assommant, embêtant, endormant, fade, fastidieux, fatigant, insipide, lassant, monotone, rébarbatif, soporifique
     συνώνυμα: (οικείο) barbant, barbifiant, bassinant, casse-pieds, mortel, rasant, rasoir

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ennuyeux ennuyeux
θηλυκό ennuyeuse ennuyeuses

ennuyeux (fr)

  1. βαρετός, πληκτικός
     συνώνυμα: (οικείο) raseur

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία