ennuyeux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ennuyeux < δημώδης λατινική inodiosus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ennuyeux | ennuyeux |
θηλυκό | ennuyeuse | ennuyeuses |
ennuyeux (fr)
- μπελαλίδικος, ενοχλητικός
- ≈ συνώνυμα: agaçant, contrariant, désagréable, embêtant, ennuyant, fâcheux, gênant, inquiétant
- ≈ συνώνυμα: (οικείο) chiant, emmerdant, enquiquinant, gonflant, tannant
- που φέρνει κάποιον σε δύσκολη θέση, «δύσκολος»
- il s'est passé quelque chose de très ennuyeux - συνέβη κάτι «δύσκολο»
- βαρετός, πληκτικός, ανιαρός
- ≈ συνώνυμα: accablant, assommant, embêtant, endormant, fade, fastidieux, fatigant, insipide, lassant, monotone, rébarbatif, soporifique
- ≈ συνώνυμα: (οικείο) barbant, barbifiant, bassinant, casse-pieds, mortel, rasant, rasoir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ennuyeux | ennuyeux |
θηλυκό | ennuyeuse | ennuyeuses |
ennuyeux (fr)