casse-pieds
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
casse-pieds | casse-pieds |
Επίθετο
επεξεργασίαcasse-pieds (fr) αρσενικό ή θηλυκό (οικείο)
- εκνευριστικός, «σπαστικός»
- βαρετός, πληκτικός, μπελαλής (-ού,-ήδικο),
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
casse-pieds | casse-pieds |
casse-pieds (fr) αρσενικό ή θηλυκό (οικείο)