Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκνευριστικός η εκνευριστική το εκνευριστικό
      γενική του εκνευριστικού της εκνευριστικής του εκνευριστικού
    αιτιατική τον εκνευριστικό την εκνευριστική το εκνευριστικό
     κλητική εκνευριστικέ εκνευριστική εκνευριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκνευριστικοί οι εκνευριστικές τα εκνευριστικά
      γενική των εκνευριστικών των εκνευριστικών των εκνευριστικών
    αιτιατική τους εκνευριστικούς τις εκνευριστικές τα εκνευριστικά
     κλητική εκνευριστικοί εκνευριστικές εκνευριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκνευριστικός < εκνευρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

εκνευριστικός

  1. που εκνευρίζει τους άλλους
    εκνευριστικός άνθρωπος, θόρυβος
    εκνευριστική συνήθεια
    εκνευριστικό χούι

  Μεταφράσεις επεξεργασία