Ετυμολογία

επεξεργασία

εκνευριστικά < εκνευριστικός +

  Επίρρημα

επεξεργασία

εκνευριστικά

  • με τρόπο που προκαλεί τον εκνευρισμό
    φέρεται πολύ εκνευριστικά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εκνευριστικά