σπαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spastic < λατινική spasticus < αρχαία ελληνική σπαστικός < σπάσις < σπάω / σπῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spa.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
σπαστικός, -ή/ιά, -ό
- (ιατρική) που νοσεί από σπαστική παράλυση
- που εκδηλώνεται με σπασμούς ή οφείλεται σε μυϊκούς σπασμούς
- (μεταφορικά) που με τις εμμονές του και τη συμπεριφορά του εκνευρίζει ή ενοχλεί τους άλλους
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπαστικός αρσενικό (θηλυκό σπαστική, σπαστικιά)
- που είναι σπαστικός