νοσώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσώ < αρχαία ελληνική νοσέω / νοσῶ
Ρήμα
επεξεργασίανοσώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νόσος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοσώ | νοσούσα | θα νοσώ | να νοσώ | νοσώντας | |
β' ενικ. | νοσείς | νοσούσες | θα νοσείς | να νοσείς | (νόσει) | |
γ' ενικ. | νοσεί | νοσούσε | θα νοσεί | να νοσεί | ||
α' πληθ. | νοσούμε | νοσούσαμε | θα νοσούμε | να νοσούμε | ||
β' πληθ. | νοσείτε | νοσούσατε | θα νοσείτε | να νοσείτε | νοσείτε | |
γ' πληθ. | νοσούν(ε) | νοσούσαν(ε) | θα νοσούν(ε) | να νοσούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νόσησα | θα νοσήσω | να νοσήσω | νοσήσει | ||
β' ενικ. | νόσησες | θα νοσήσεις | να νοσήσεις | νόσησε | ||
γ' ενικ. | νόσησε | θα νοσήσει | να νοσήσει | |||
α' πληθ. | νοσήσαμε | θα νοσήσουμε | να νοσήσουμε | |||
β' πληθ. | νοσήσατε | θα νοσήσετε | να νοσήσετε | νοσήστε | ||
γ' πληθ. | νόσησαν νοσήσαν(ε) |
θα νοσήσουν(ε) | να νοσήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νοσήσει | είχα νοσήσει | θα έχω νοσήσει | να έχω νοσήσει | ||
β' ενικ. | έχεις νοσήσει | είχες νοσήσει | θα έχεις νοσήσει | να έχεις νοσήσει | ||
γ' ενικ. | έχει νοσήσει | είχε νοσήσει | θα έχει νοσήσει | να έχει νοσήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νοσήσει | είχαμε νοσήσει | θα έχουμε νοσήσει | να έχουμε νοσήσει | ||
β' πληθ. | έχετε νοσήσει | είχατε νοσήσει | θα έχετε νοσήσει | να έχετε νοσήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νοσήσει | είχαν νοσήσει | θα έχουν νοσήσει | να έχουν νοσήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοσώ