εκδηλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκδηλώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος εκδηλώνω
Ρήμα
επεξεργασία
εκδηλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκδηλώνω
- (ειδικότερα) κάνω φανερή κάποια κρυφή ιδιότητά μου ή τοποθέτηση σε ένα θέμα
- (ειδικότερα) ξεσπώ, αρχίζω ξαφνικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκδηλώνομαι
|