Δείτε επίσης: ἐμμονή, έμμονη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμονή οι εμμονές
      γενική της εμμονής των εμμονών
    αιτιατική την εμμονή τις εμμονές
     κλητική εμμονή εμμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμμονή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμμονή < ἐμμένω[1] < ἐν-, (ἐμ-) + μένω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.moˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐μο‐νή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμμονή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εμμένω και μένω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία