amusant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amusant | amusants |
θηλυκό | amusante | amusantes |
amusant (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη amuser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amusant | amusants |
θηλυκό | amusante | amusantes |
amusant (fr) αρσενικό