διασκεδαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διασκεδαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκεδαστικός (κατάλληλος για διασκορπισμό) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική divertissant) [1] < διασκεδαστής < διασκεδάζω < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι < διά + σκεδάννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sqhed-
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.sce.ða.stiˈkos/ & /ði̯a.sce.ða.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σκε‐δα‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
διασκεδαστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στη διασκέδαση, που μας κάνει να διασκεδάζουμε
Συγγενικά
επεξεργασία- διασκεδαστικά
- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασκεδαστικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ διασκεδαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
διασκεδαστικός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία
- διασκεδαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.