Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σκεδάννυμι & σκεδανύω   σκεδάννυμαι 
Παρατατικός  ἐσκεδάννυν & ἐσκεδάννυον   ἐσκεδαννύμην 
Μέλλοντας  σκεδάσω & σκεδῶ (αττ.)   σκεδασθήσομαι 
Αόριστος  ἐσκέδασα & σκέδασα (επικ.)   ἐσκεδασάμην & ἐσκεδάσθην 
Παρακείμενος  ἐσκέδασμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσκεδάσμην 
Συντελ.Μέλλ.  ἐσκεδάσομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεδάννυμι < σκεδάσ- (<ἐσκέδασα, αόριστος του σκίδνημι) + ενεστωτικό επίθημα -νυ- + -μι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sqhed-

σκεδάννυμι

  1. σκορπίζω, διασκορπίζω
  2. διασπείρω
  3. περιχύνω
  4. σπάω, θραύω
  5. διαδίδω

Συγγενικά

επεξεργασία