διασκέδασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διασκέδασῐς | αἱ | διασκεδάσεις | ||||
γενική | τῆς | διασκεδάσεως | τῶν | διασκεδάσεων | ||||
δοτική | τῇ | διασκεδάσει | ταῖς | διασκεδάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διασκέδασῐν | τὰς | διασκεδάσεις | ||||
κλητική ὦ! | διασκέδασῐ | διασκεδάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασκεδάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διασκεδασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασκέδασις (ελληνιστική κοινή) < διασκεδάζω < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι (σκορπίζω), διασκεδα- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασκέδασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα διασκέδασις: η διασκέδαση
Πηγές
επεξεργασία- διασκέδασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.