διασκεδάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιασκεδάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διασκεδάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκεδάζω
- θα διασκεδάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκεδάζω