Ετυμολογία

επεξεργασία

διασκεδάζω, αόρ.: διασκέδασα

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χαμογελάσει ή να γελάσει ή να νιώσει ευχάριστα
      με διασκεδάζουν τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας
  2. (μεταβατικό) ψυχαγωγώ κάποιον
      ο οικοδεσπότης κάλεσε έναν γελωτοποιό να διασκεδάσει τους καλεσμένους του
  3. (αμετάβατο) χαμογελώ ή γελώ ή νιώθω ευχάριστα με κάτι που γίνεται
      διασκεδάζω με τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας
  4. (αμετάβατο) ψυχαγωγούμαι
      σήμερα θα βγούμε έξω να διασκεδάσουμε

διασκεδάζω, αόρ.: διασκέδασα, παθ.φωνή: διασκεδάζομαι, π.αόρ.: διασκεδάστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: διασκεδασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Η παθητική φωνή, για τη σημασία: διασκορπίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία