Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  διασκεδάννυμι & διασκεδανύω   διασκεδάννυμαι 
Παρατατικός  διεσκεδάννυν & διεσκεδάννυον   διεσκεδαννύμην 
Μέλλοντας  διασκεδάσω & διασκεδῶ (αττ.)   διασκεδασθήσομαι 
Αόριστος  διεσκέδασα   διεσκεδασάμην & διεσκεδάσθην 
Παρακείμενος  διεσκέδασμαι 
Υπερσυντέλικος  διεσκεδάσμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκεδάννυμι < δια-+ σκεδάννυμι

  Ρήμα επεξεργασία

διασκεδάννυμι

  1. διασκορπίζω
  2. σπαταλώ
  3. διαλύω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία