διασκεδάννυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | διασκεδάννυμι & διασκεδανύω | διασκεδάννυμαι |
Παρατατικός | διεσκεδάννυν & διεσκεδάννυον | διεσκεδαννύμην |
Μέλλοντας | διασκεδάσω & διασκεδῶ (αττ.) | διασκεδασθήσομαι |
Αόριστος | διεσκέδασα | διεσκεδασάμην & διεσκεδάσθην |
Παρακείμενος | διεσκέδασμαι | |
Υπερσυντέλικος | διεσκεδάσμην | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασκεδάννυμι < δια-+ σκεδάννυμι
Ρήμα
επεξεργασίαδιασκεδάννυμι
Κλίση
επεξεργασία διασκεδάννυμι
|
Πηγές
επεξεργασία- διασκεδάννυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διασκεδάννυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.