Ετυμολογία

επεξεργασία

διασκορπίζω (παθητική φωνή: διασκορπίζομαι)

  1. σκορπίζω κάποια πράγματα σε διάφορα μέρη
  2. (κατ’ επέκταση) σπαταλώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία