διασκορπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασκορπίζω < ελληνιστική κοινή διασκορπίζω < διά + σκορπίζω < αρχαία ελληνική σκορπίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.skoɾˈpi.zo/ & /ðʝa.skoɾˈpi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαδιασκορπίζω (παθητική φωνή: διασκορπίζομαι)
- σκορπίζω κάποια πράγματα σε διάφορα μέρη
- (κατ’ επέκταση) σπαταλώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδιασκόρπιστος
- διασκορπισμένος
- διασκόρπιση
- διασκορπισμός
- διασκορπιστής
- διασκορπίστρα
- διασκορπίστρια
- → δείτε τις λέξεις διά, σκορπίζω και σκορπιός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασκορπίζω | διασκόρπιζα | θα διασκορπίζω | να διασκορπίζω | διασκορπίζοντας | |
β' ενικ. | διασκορπίζεις | διασκόρπιζες | θα διασκορπίζεις | να διασκορπίζεις | διασκόρπιζε | |
γ' ενικ. | διασκορπίζει | διασκόρπιζε | θα διασκορπίζει | να διασκορπίζει | ||
α' πληθ. | διασκορπίζουμε | διασκορπίζαμε | θα διασκορπίζουμε | να διασκορπίζουμε | ||
β' πληθ. | διασκορπίζετε | διασκορπίζατε | θα διασκορπίζετε | να διασκορπίζετε | διασκορπίζετε | |
γ' πληθ. | διασκορπίζουν(ε) | διασκόρπιζαν διασκορπίζαν(ε) |
θα διασκορπίζουν(ε) | να διασκορπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασκόρπισα | θα διασκορπίσω | να διασκορπίσω | διασκορπίσει | ||
β' ενικ. | διασκόρπισες | θα διασκορπίσεις | να διασκορπίσεις | διασκόρπισε | ||
γ' ενικ. | διασκόρπισε | θα διασκορπίσει | να διασκορπίσει | |||
α' πληθ. | διασκορπίσαμε | θα διασκορπίσουμε | να διασκορπίσουμε | |||
β' πληθ. | διασκορπίσατε | θα διασκορπίσετε | να διασκορπίσετε | διασκορπίστε | ||
γ' πληθ. | διασκόρπισαν διασκορπίσαν(ε) |
θα διασκορπίσουν(ε) | να διασκορπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασκορπίσει | είχα διασκορπίσει | θα έχω διασκορπίσει | να έχω διασκορπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασκορπίσει | είχες διασκορπίσει | θα έχεις διασκορπίσει | να έχεις διασκορπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασκορπίσει | είχε διασκορπίσει | θα έχει διασκορπίσει | να έχει διασκορπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασκορπίσει | είχαμε διασκορπίσει | θα έχουμε διασκορπίσει | να έχουμε διασκορπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασκορπίσει | είχατε διασκορπίσει | θα έχετε διασκορπίσει | να έχετε διασκορπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασκορπίσει | είχαν διασκορπίσει | θα έχουν διασκορπίσει | να έχουν διασκορπίσει |
|