Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκορπίζω < ελληνιστική κοινή διασκορπίζω < διά + σκορπίζω < αρχαία ελληνική σκορπίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (κόβω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.skoɾˈpi.zo/ & /ðʝa.skoɾˈpi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

διασκορπίζω (παθητική φωνή: διασκορπίζομαι)

  1. σκορπίζω κάποια πράγματα σε διάφορα μέρη
  2. (κατ’ επέκταση) σπαταλώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία