σκορπιός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκορπιός | οι | σκορπιοί |
γενική | του | σκορπιού | των | σκορπιών |
αιτιατική | τον | σκορπιό | τους | σκορπιούς |
κλητική | σκορπιέ | σκορπιοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκορπιός < αρχαία ελληνική σκορπίος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /skɔɾˈpçiɔs/
- συλλαβισμός : σκορ‐πιός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκορπιός αρσενικό
- (εντομολογία) μικρό αρθρόποδο που συγγενεύει με την αράχνη και ζει στα θερμά κλίματα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι τα δύο εμπρόσθια άκρα, που έχουν σχήμα τανάλιας, και η μεγάλη αρθρωτή ουρά με δηλητηριώδες κεντρί στην άκρη της
- (ιχθυολογία) ψάρι που συγγενεύει με τη σκορπίνα, αλλά έχει μικρότερο μέγεθος
- (μεταφορικά) άνθρωπος δηκτικός και πικρόχολος
- (ναυτικός όρος) δοκάρι υψηλής αντοχής του σκελετού των πλοίων από ξύλο ή σίδερο
- (ιστορία) μικρή πολεμική μηχανή που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι και έμοιαζε με βαλλίστρα
- (αστρολογία) → δείτε τη λέξη Σκορπιός
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σκορπιός (αρθρόποδο) στη Βικιπαίδεια
- σκορπιός (ψάρι) στη Βικιπαίδεια
- σκορπιός (μηχανή) στη Βικιπαίδεια