↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δηκτικός η δηκτική το δηκτικό
      γενική του δηκτικού της δηκτικής του δηκτικού
    αιτιατική τον δηκτικό τη δηκτική το δηκτικό
     κλητική δηκτικέ δηκτική δηκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δηκτικοί οι δηκτικές τα δηκτικά
      γενική των δηκτικών των δηκτικών των δηκτικών
    αιτιατική τους δηκτικούς τις δηκτικές τα δηκτικά
     κλητική δηκτικοί δηκτικές δηκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δηκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δηκτικός < δάκνω (δαγκώνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐κτι‐κός
ομόηχο: δεικτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

δηκτικός αρσενικό, δηκτική θηλυκό, δηκτικό ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) που δαγκώνει, δαγκωνιάρης
  2. (μεταφορικά) που θίγει, που πειράζει, που προκαλεί λόγω της οξύτητάς του
    δηκτικός λόγος, δηκτικός υπαινιγμός
     συνώνυμα: καυστικός, οξύς, αιχμηρός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα