δηκτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δηκτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δηκτικότης από την αιτιατική ενικού σε -ότητα < δηκτικός < → δείτε το αρχαίο ρήμα δάκνω (δαγκώνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δηκτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του δηκτικού, του πειραχτικού ή προσβλητικού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δηκτικότητα
Πηγές επεξεργασία
- δηκτικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας