• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

mordant

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : mordent

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Επίθετο
      • 1.1.1 Εκφράσεις
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
    • 1.3 Πηγές

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mordant mordants
θηλυκό mordante mordantes

mordant (fr)

  1. που δαγκώνει
  2. θερμός, ενθουσιώδης, υπερβολικός, τσουχτερός
  3. (μεταφορικά) δηκτικός, τσουχτερός

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • esprit mordant

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mordant mordants

mordant (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) ουσία χάρη στην οποία τα χρώματα σταθεροποιούνται πάνω σε ορισμένα υφάσματα
  2. (μεταφορικά) δηκτικότητα
  3. ενθουσιασμός, ζήλος
  4. (μουσική) το μορντάν (ποίκιλμα)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • mordamment

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • mordant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=mordant&oldid=5336504"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Νοεμβρίου 2021, στις 22:06
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Νοεμβρίου 2021, στις 22:06.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie