καυστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυστικός < αρχαία ελληνική καυστικός < καυστός < καίω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική caustique)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaf.stiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίακαυστικός, -ή, -ό
- (χημεία) που καίει, διαβρώνει ή ερεθίζει ό,τι έρχεται σε επαφή μαζί του (π.χ. αλκαλικές ενώσεις)
- (μεταφορικά) που θίγει, προσβάλλει ή ενοχλεί
Συγγενικά
επεξεργασία- εγκαυστική
- εγκαυστικός
- καυστικά
- καυστικότητα
- → δείτε τη λέξη καίω