Ετυμολογία

επεξεργασία

caustique < λατινική causticus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kos.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caustique caustiques

caustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό