caustique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαcaustique < λατινική causticus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
caustique | caustiques |
caustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
caustique < λατινική causticus
ενικός | πληθυντικός |
caustique | caustiques |
caustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό