θίγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θίγω < μεσαιωνική ελληνική θίγω < αρχαία ελληνική θιγγάνω (αόριστος β’: ἔθιγον) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική toucher)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαθίγω (παθητική φωνή: θίγομαι)
- προσβάλλω
- βλάπτω υλικά ή ηθικά
- περιορίζω το δικαίωμα κάποιου πάνω σε κάτι ή του το αφαιρώ
- επεμβαίνω, για να επιφέρω αλλαγές σε κάτι
- ακουμπώ, χρησιμοποιώ
- αφορώ
- μιλάω για κάτι ευκαιριακά και επιφανειακά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θίγω | έθιγα | θα θίγω | να θίγω | θίγοντας | |
β' ενικ. | θίγεις | έθιγες | θα θίγεις | να θίγεις | θίγε | |
γ' ενικ. | θίγει | έθιγε | θα θίγει | να θίγει | ||
α' πληθ. | θίγουμε | θίγαμε | θα θίγουμε | να θίγουμε | ||
β' πληθ. | θίγετε | θίγατε | θα θίγετε | να θίγετε | θίγετε | |
γ' πληθ. | θίγουν(ε) | έθιγαν θίγαν(ε) |
θα θίγουν(ε) | να θίγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έθιξα | θα θίξω | να θίξω | θίξει | ||
β' ενικ. | έθιξες | θα θίξεις | να θίξεις | θίξε | ||
γ' ενικ. | έθιξε | θα θίξει | να θίξει | |||
α' πληθ. | θίξαμε | θα θίξουμε | να θίξουμε | |||
β' πληθ. | θίξατε | θα θίξετε | να θίξετε | θίξτε | ||
γ' πληθ. | έθιξαν θίξαν(ε) |
θα θίξουν(ε) | να θίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θίξει | είχα θίξει | θα έχω θίξει | να έχω θίξει | ||
β' ενικ. | έχεις θίξει | είχες θίξει | θα έχεις θίξει | να έχεις θίξει | ||
γ' ενικ. | έχει θίξει | είχε θίξει | θα έχει θίξει | να έχει θίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε θίξει | είχαμε θίξει | θα έχουμε θίξει | να έχουμε θίξει | ||
β' πληθ. | έχετε θίξει | είχατε θίξει | θα έχετε θίξει | να έχετε θίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν θίξει | είχαν θίξει | θα έχουν θίξει | να έχουν θίξει |
|