θίγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θίγομαι < παθητική φωνή του ρήματος θίγω
Ρήμα
επεξεργασίαθίγομαι , π.αόρ.: θίχτηκα, μτχ.π.π.: θιγμένος
- ενοχλούμαι, προσβάλλομαι
- ⮡ Με την καταγγελία κατά του νοσοκομείου, θίγεται η τιμή και η υπόληψη όλου του προσωπικού.
- επιφέρω ζημιά, ζημιώνω
- ⮡ Χρησιμοποιήστε το κείμενο χωρίς να θίγονται τυχόν πνευματικά δικαιώματα τρίτων.
- (γ΄ πρόσωπο) γίνεται λόγος για, αναφέρεται
- ⮡ Στο βιβλίο θίγονται διάφορα φαινόμενα της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θίγομαι | θιγόμουν(α) | θα θίγομαι | να θίγομαι | ||
β' ενικ. | θίγεσαι | θιγόσουν(α) | θα θίγεσαι | να θίγεσαι | (θίγου) | |
γ' ενικ. | θίγεται | θιγόταν(ε) | θα θίγεται | να θίγεται | ||
α' πληθ. | θιγόμαστε | θιγόμαστε θιγόμασταν |
θα θιγόμαστε | να θιγόμαστε | ||
β' πληθ. | θίγεστε | θιγόσαστε θιγόσασταν |
θα θίγεστε | να θίγεστε | (θίγεστε) | |
γ' πληθ. | θίγονται | θίγονταν θιγόντουσαν |
θα θίγονται | να θίγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θίχτηκα | θα θιχτώ | να θιχτώ | θιχτεί | ||
β' ενικ. | θίχτηκες | θα θιχτείς | να θιχτείς | θίξου | ||
γ' ενικ. | θίχτηκε | θα θιχτεί | να θιχτεί | |||
α' πληθ. | θιχτήκαμε | θα θιχτούμε | να θιχτούμε | |||
β' πληθ. | θιχτήκατε | θα θιχτείτε | να θιχτείτε | θιχτείτε | ||
γ' πληθ. | θίχτηκαν θιχτήκαν(ε) |
θα θιχτούν(ε) | να θιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θιχτεί | είχα θιχτεί | θα έχω θιχτεί | να έχω θιχτεί | θιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις θιχτεί | είχες θιχτεί | θα έχεις θιχτεί | να έχεις θιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει θιχτεί | είχε θιχτεί | θα έχει θιχτεί | να έχει θιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θιχτεί | είχαμε θιχτεί | θα έχουμε θιχτεί | να έχουμε θιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε θιχτεί | είχατε θιχτεί | θα έχετε θιχτεί | να έχετε θιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θιχτεί | είχαν θιχτεί | θα έχουν θιχτεί | να έχουν θιχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θίγομαι
|