Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζημιώνω < αρχαία ελληνική ζημιῶ < ζημία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zi.miˈo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ζημιώνω

  1. (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον ζημιά, συνήθως οικονομική
     συνώνυμα: βλάπτω
  2. (αμετάβατο) έχω περισσότερα έξοδα από ό,τι έσοδα
     αντώνυμα: κερδίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία