Ετυμολογία

επεξεργασία

ζημιώνω

  1. (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον ζημιά, συνήθως οικονομική
     συνώνυμα: βλάπτω
  2. (αμετάβατο) έχω περισσότερα έξοδα από ό,τι έσοδα
     αντώνυμα: κερδίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία