Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζημιάρης η ζημιάρα το ζημιάρικο
      γενική του ζημιάρη της ζημιάρας του ζημιάρικου
    αιτιατική τον ζημιάρη τη ζημιάρα το ζημιάρικο
     κλητική ζημιάρη ζημιάρα ζημιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζημιάρηδες οι ζημιάρες τα ζημιάρικα
      γενική των ζημιάρηδων των ζημιάρικων
    αιτιατική τους ζημιάρηδες τις ζημιάρες τα ζημιάρικα
     κλητική ζημιάρηδες ζημιάρες ζημιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζημιάρης < ζημιά

  Επίθετο επεξεργασία

ζημιάρης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία