Δείτε επίσης: ζημία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζημιά οι ζημιές
      γενική της ζημιάς των ζημιών
    αιτιατική τη ζημιά τις ζημιές
     κλητική ζημιά ζημιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζημιά θηλυκό

  1. καταστροφή ενός αντικειμένου, απώλεια από φθορά, βλάβη
  2. (συνεκδοχικά) το κόστος από την παραπάνω καταστροφή, φθορά ή βλάβη
  3. (ειδικότερα) το έλλειμμα που παρουσιάζεται σε μία οικονομική οντότητα όταν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα
     συνώνυμα: ζημία
     αντώνυμα: κέρδος
  4. χάσιμο αξίας χωρίς αντιστάθμισμα
     συνώνυμα: χασούρα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζημιά θηλυκό