αναποζημίωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναποζημίωτος < αν- + αποζημιώνω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αναποζημίωτος, -η, -ο
- που δεν έχει αποζημιωθεί ή δεν μπορεί να αποζημιωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποζημιώνω και ζημιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναποζημίωτος