Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποζημιώνω < (ελληνιστική κοινήἀποζημιόω / ἀποζημιῶ < αρχαία ελληνική ζημιόω / ζημιῶ < ζημία

  Ρήμα επεξεργασία

αποζημιώνω (παθητική φωνή: αποζημιώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία