ενεστώτας compensate
γ΄ ενικό ενεστώτα compensates
αόριστος compensated
παθητική μετοχή compensated
ενεργητική μετοχή compensating

compensate (en)

  1. (αμετάβατο) αντισταθμίζω, παρέχω κάτι καλό για να εξισορροπήσω ή να μειώσω τις κακές συνέπειες της ζημιάς, της απώλειας κτλ.
    ⮡  Nothing can compensate for the loss of health.
    Τίποτα δεν μπορεί ν' αντισταθμίσει το χάσιμο της υγείας.
     συνώνυμα: make up for
  2. (αμετάβατο) αντισταθμίζω, ενεργώ για να διορθώσω κάτι λάθος ή μη φυσιολογικό
    ⮡  Her beauty cannot compensate for her rudeness.
    Η ομορφιά της δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αγένεια της.
     συνώνυμα: make up for
  3. (μεταβατικό) αποζημιώνω, πληρώνω χρήματα σε κάποιον επειδή έχει υποστεί κάποια ζημιά, απώλεια, τραυματισμό κτλ.
    ⮡  The company must compensate the employees it will fire.
    Η εταιρεία πρέπει να αποζημιώσει τους υπαλλήλους που θα απολύσει.
    ⮡  Who will compensate me for the theft?
    Ποιος θα με αποζημιώσει για την κλοπή;

Συγγενικά

επεξεργασία