Δείτε επίσης: ἀντισταθμίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισταθμίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντισταθμίζω < ἀντί + σταθμίζω < σταθμόν
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrebalancer ή compenser[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.staˈθmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐σταθ‐μί‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: αν‐τι‐στα‐θμί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αντισταθμίζω, αόρ.: αντιστάθμισα, παθ.φωνή: αντισταθμίζομαι, π.αόρ.: αντισταθμίστηκα, μτχ.π.π.: αντισταθμισμένος

  1. (κυριολεκτικά) (σε μια ζυγαριά) βάζω ένα από τα σταθμά, ένα αντίβαρο, στην πλευρά που παρουσιάζει κλίση, προκειμένου να φέρω ισορροπία
     συνώνυμα: αντιζυγιάζω, ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω
  2. (μεταφορικά) επιφέρω μια ισορροπία, μια εξίσωση
    ※  Αντιθέτως, στην Ελλάδα η κατάρρευση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τη δειλή επανεκκίνηση των δημόσιων έργων και κυρίως των οδικών αξόνων. (* εφημερίδα Το Βήμα)
     συνώνυμα: αναπληρώνω, ισορροπώ, ισοφαρίζω
  3. (ναυτικός όρος) με διάφορα μέσα και τρόπους προσπαθώ να μειώσω την επίδραση και επιρροή των μεταλλικών μερών ενός πλοίου στην κατάδειξη μιας πυξίδας

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία