ενεστώτας make up for
γ΄ ενικό ενεστώτα makes up for
αόριστος made up for
παθητική μετοχή made up for
ενεργητική μετοχή making up for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
make up for < → δείτε τις λέξεις make, up και for

make up for (en)

  1. αντισταθμίζω, αναπληρώνω, ξανακερδίζω, κάνω κάτι που διορθώνει μια κακή κατάσταση
    ⮡  Nothing can make up for the loss of one’s health.
    Τίποτα δεν μπορεί να αντισταθμίσει το χάσιμο της υγείας.
    ⮡  Soon we made up for lost time.
    Σύντομα αναπληρώσαμε/ξανακερδίσαμε το χαμένο χρόνο.
  2. αποζημιώνω κάποιον για κάτι
    ⮡  How can we make up for all that they suffered?
    Πώς μπορούμε να τους αποζημιώσουμε για όσα υπέφεραν;
    ⮡  I’m sorry I didn’t bring you anything; I’ll make up for it next time.
    Με συγχωρείς που δεν σου έφερα τίποτα· Θα σε αποζημιώσω γι' αυτό την επόμενη φορά.
     συνώνυμα: make it up to