make up for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | make up for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes up for |
αόριστος | made up for |
παθητική μετοχή | made up for |
ενεργητική μετοχή | making up for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmake up for (en)
- αντισταθμίζω, αναπληρώνω, ξανακερδίζω, κάνω κάτι που διορθώνει μια κακή κατάσταση
- ⮡ Nothing can make up for the loss of one’s health.
- Τίποτα δεν μπορεί να αντισταθμίσει το χάσιμο της υγείας.
- ⮡ Soon we made up for lost time.
- Σύντομα αναπληρώσαμε/ξανακερδίσαμε το χαμένο χρόνο.
- ⮡ Nothing can make up for the loss of one’s health.
- αποζημιώνω κάποιον για κάτι
- ⮡ How can we make up for all that they suffered?
- Πώς μπορούμε να τους αποζημιώσουμε για όσα υπέφεραν;
- ⮡ I’m sorry I didn’t bring you anything; I’ll make up for it next time.
- Με συγχωρείς που δεν σου έφερα τίποτα· Θα σε αποζημιώσω γι' αυτό την επόμενη φορά.
- ≈ συνώνυμα: make it up to
- ⮡ How can we make up for all that they suffered?