Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζημιόω < ζημία

  Ρήμα επεξεργασία

ζημιόω / ζημιῶ

  1. προκαλώ βλάβη, απώλεια, ζημιώνω
  2. τιμωρώ (και παθητικό, τιμωρούμαι) με πρόστιμο

  Πηγές επεξεργασία