Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

indemnify (en)

  1. αποζημιώνω
  2. προστατεύω κάποιον νομικά ώστε να μην φέρει ευθύνη, παρέχω νομική κάλυψη ευθύνης
    παρέχω νομική ασυλία