αποζημιώσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποζημιώσιμος < αποζημιώνω + -σιμος
Επίθετο επεξεργασία
αποζημιώσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν να αποζημιωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποζημιώνω και ζημιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποζημιώσιμος