Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποζημιώσιμος η αποζημιώσιμη το αποζημιώσιμο
      γενική του αποζημιώσιμου της αποζημιώσιμης του αποζημιώσιμου
    αιτιατική τον αποζημιώσιμο την αποζημιώσιμη το αποζημιώσιμο
     κλητική αποζημιώσιμε αποζημιώσιμη αποζημιώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποζημιώσιμοι οι αποζημιώσιμες τα αποζημιώσιμα
      γενική των αποζημιώσιμων των αποζημιώσιμων των αποζημιώσιμων
    αιτιατική τους αποζημιώσιμους τις αποζημιώσιμες τα αποζημιώσιμα
     κλητική αποζημιώσιμοι αποζημιώσιμες αποζημιώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποζημιώσιμος < αποζημιώνω + -σιμος

  Επίθετο επεξεργασία

αποζημιώσιμος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία