πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζημιογόνος η ζημιογόνος
& ζημιογόνα
το ζημιογόνο
      γενική του ζημιογόνου της ζημιογόνου
& ζημιογόνας
του ζημιογόνου
    αιτιατική τον ζημιογόνο τη ζημιογόνο
& ζημιογόνα
το ζημιογόνο
     κλητική ζημιογόνε ζημιογόνε
& ζημιογόνα
ζημιογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζημιογόνοι οι ζημιογόνοι
& ζημιογόνες
τα ζημιογόνα
      γενική των ζημιογόνων των ζημιογόνων των ζημιογόνων
    αιτιατική τους ζημιογόνους τις ζημιογόνους
& ζημιογόνες
τα ζημιογόνα
     κλητική ζημιογόνοι ζημιογόνοι
& ζημιογόνες
ζημιογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζημιογόνος < ζημι(α) + -ο- + -γόνος
ΔΦΑ : /zi.mi.oˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζημιογόνος

ζημιογόνος, -ος / -α, -ο

  1. που ζημιώνει, προκαλεί ζημία
     το κάπνισμα είναι ζημιογόνο για την υγεία
  2. (ειδικότερα) που αφορά αρνητικό ισοζύγιο εσόδων
      το σφάλμα της διοίκησης απέβη ζημιογόνο για την εταιρεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία