↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζημιογόνος η ζημιογόνος
ζημιογόνα
το ζημιογόνο
      γενική του ζημιογόνου της ζημιογόνου
ζημιογόνας
του ζημιογόνου
    αιτιατική τον ζημιογόνο τη ζημιογόνο
ζημιογόνα
το ζημιογόνο
     κλητική ζημιογόνε ζημιογόνε
ζημιογόνα
ζημιογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζημιογόνοι οι ζημιογόνοι
ζημιογόνες
τα ζημιογόνα
      γενική των ζημιογόνων των ζημιογόνων των ζημιογόνων
    αιτιατική τους ζημιογόνους τις ζημιογόνους
ζημιογόνες
τα ζημιογόνα
     κλητική ζημιογόνοι ζημιογόνοι
ζημιογόνες
ζημιογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζημιογόνος < ζημι(α) + -ο- + -γόνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zi.mi.oˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐μι‐ο‐γό‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζημιογόνος, -ος / -α, -ο

  1. που ζημιώνει, προκαλεί ζημία
    ⮡ το κάπνισμα είναι ζημιογόνο για την υγεία
  2. (ειδικότερα) που αφορά αρνητικό ισοζύγιο εσόδων
    ⮡  το σφάλμα της διοίκησης απέβη ζημιογόνο για την εταιρεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία