dommageable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɔ.ma.ʒabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dommageable | dommageables |
dommageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dommageable | dommageables |
dommageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό