χασούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χασούρα | οι | χασούρες |
γενική | της | χασούρας | — | |
αιτιατική | τη | χασούρα | τις | χασούρες |
κλητική | χασούρα | χασούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχασούρα θηλυκό
- το να χάνει κάποιος χρήματα, να έχει ζημία σε οικονομικές συναλλαγές ή τυχερό παιχνίδι
- Ρίσκο για μεγάλη χασούρα αλλά και πιθανότητα μεγάλου κέρδους (Δημήτρης Νόλλας, «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες»)