θιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θιγμένος | η | θιγμένη | το | θιγμένο |
γενική | του | θιγμένου | της | θιγμένης | του | θιγμένου |
αιτιατική | τον | θιγμένο | τη | θιγμένη | το | θιγμένο |
κλητική | θιγμένε | θιγμένη | θιγμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θιγμένοι | οι | θιγμένες | τα | θιγμένα |
γενική | των | θιγμένων | των | θιγμένων | των | θιγμένων |
αιτιατική | τους | θιγμένους | τις | θιγμένες | τα | θιγμένα |
κλητική | θιγμένοι | θιγμένες | θιγμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θίγω
Μετοχή
επεξεργασίαθιγμένος, -η, -ο
- που έχει θιχτεί, προσβεβλημένος
- θιγμένος εγωισμός, θιγμένη αξιοπρέπεια, θιγμένο ύφος
- έχουμε παρεξηγηθεί και νιώθουμε θιγμένοι
- που έχει ζημιωθεί, ζημιωμένος
- θιγμένα συμφέροντα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θίγω