↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θιγμένος η θιγμένη το θιγμένο
      γενική του θιγμένου της θιγμένης του θιγμένου
    αιτιατική τον θιγμένο τη θιγμένη το θιγμένο
     κλητική θιγμένε θιγμένη θιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θιγμένοι οι θιγμένες τα θιγμένα
      γενική των θιγμένων των θιγμένων των θιγμένων
    αιτιατική τους θιγμένους τις θιγμένες τα θιγμένα
     κλητική θιγμένοι θιγμένες θιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θίγω

θιγμένος, -η, -ο

  1. που έχει θιχτεί, προσβεβλημένος
    θιγμένος εγωισμός, θιγμένη αξιοπρέπεια, θιγμένο ύφος
    έχουμε παρεξηγηθεί και νιώθουμε θιγμένοι
  2. που έχει ζημιωθεί, ζημιωμένος
    θιγμένα συμφέροντα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη θίγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία