Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζημιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζημιωμέν
ος
η
ζημιωμέν
η
το
ζημιωμέν
ο
γενική
του
ζημιωμέν
ου
της
ζημιωμέν
ης
του
ζημιωμέν
ου
αιτιατική
τον
ζημιωμέν
ο
τη
ζημιωμέν
η
το
ζημιωμέν
ο
κλητική
ζημιωμέν
ε
ζημιωμέν
η
ζημιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζημιωμέν
οι
οι
ζημιωμέν
ες
τα
ζημιωμέν
α
γενική
των
ζημιωμέν
ων
των
ζημιωμέν
ων
των
ζημιωμέν
ων
αιτιατική
τους
ζημιωμέν
ους
τις
ζημιωμέν
ες
τα
ζημιωμέν
α
κλητική
ζημιωμέν
οι
ζημιωμέν
ες
ζημιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζημιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ζημιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ζημιωμένος, -η, -ο
που έχει υποστεί
ζημία
, που έχει
ζημιωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζημιωμένος
γαλλικά
:
endommagé
(fr)