endommagé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endommagé | endommagés |
θηλυκό | endommagée | endommagées |
Επίθετο
επεξεργασίαendommagé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endommagé | endommagés |
θηλυκό | endommagée | endommagées |
endommagé (fr)