Ετυμολογία

επεξεργασία
ζημιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζημιώνω

ζημιώνομαι, πρτ.: ζημιωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ζημιωθώ, αόρ.: ζημιώθηκα, μτχ.π.π.: ζημιωμένος

  • υφίσταμαι ζημία, οικονομική ή άλλη, βλάπτονται τα συμφέροντά μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία